μισανθρωπίας

μισανθρωπίας
μῑσανθρωπίᾱς , μισανθρωπία
hatred of mankind
fem acc pl
μῑσανθρωπίᾱς , μισανθρωπία
hatred of mankind
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Τίμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος, γιος του Εχεκρατίδη, από τον δήμο Κολυττό, εύπορος, ο οποίος έζησε κατά τους χρόνους του Πελοποννησιακού πολέμου και έγινε ονομαστός για τη μισανθρωπία του. Έλαβε τη φιλοσοφική μόρφωση της εποχής του και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”